“Αντιμετώπιση αναβλητικότητας”, “10 βήματα για τη διαχείριση της αναβλητικότητας” και παρόμοιοι τίτλοι ποζάρουν συχνά σε άρθρα ψυχολογίας. Είναι συχνό επίσης να ακούμε έναν άνθρωπο να παλεύει με την αναβλητικότητα και να αποζητά τρόπους να τη διορθώσει.
Τι είναι αυτό που τίθεται σε αναβολή; Και γιατί είναι τόσο σοβαρό ζήτημα;
Δεν υπάρχει μόνο μία απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Το σίγουρο είναι ότι αν κάποιος/α αξιολογήσει τη συμπεριφορά του ως προβληματική, θα αρχίσει να αναζητά λύσεις. Και όσο αυτές οι λύσεις “δεν πιάνουν”, τόσο περισσότερο θα επιβεβαιώνει το μέγεθος του προβλήματός του.
Τι θα γινόταν αν στρέφαμε την προσοχή μας μακριά από τις λύσεις και προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τη λειτουργία της αναβλητικότητας;
Με άλλα λόγια ορισμένες συμπεριφορές, όπως η αναβολή μιας εργασίας για την επόμενη μέρα, η μετάθεση ενός ραντεβού για την άλλη εβδομάδα, η μετατόπιση στο χρόνο ενός στόχου, μπορεί να κρύβουν τις παρακάτω λειτουργίες:
- Αναβάλλω μια εργασία, επειδή φοβάμαι μήπως κάνω λάθος. Κι αν έχω συνδέσει στο μυαλό μου το λάθος με αποτυχία, τότε φοβάμαι και την αποτυχία. Αποφεύγω λοιπόν να εκτεθώ σε αυτόν τον φόβο μου.
- Μεταθέτω ένα ραντεβού, επειδή ανησυχώ μήπως δεν κάνω καλή εντύπωση. Αποφεύγω και πάλι μια αρνητική μου σκέψη και ένα δυσάρεστο συναίσθημα.
- Μετατοπίζω ένα στόχο, επειδή ενδεχομένως δεν πιστεύω ότι μπορώ να τον καταφέρω. Ίσως να μην έχω πίστη στις ικανότητες μου. Ίσως αποφεύγω να πληγωθώ από τη μη εκπλήρωσή του και να επιβεβαιώσω ότι δεν αξίζω.
Πολλές φορές η αναβλητικότητα μπορεί να εξηγείται με το μηχανισμό της αποφυγής. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση έχει αξία να μην τρέξουμε να βρούμε τρόπους διαχείρισης, αλλά να αφουγκραστούμε περισσότερο τους εκάστοτε φόβους.
Συχνά είναι αποτελεσματικότερο να δείξουμε κατανόηση ή συμπόνια στον εαυτό μας που φοβάται παρά να τον πιέσουμε να αλλάξει.
Είναι εξίσου σημαντικό να αναζητήσουμε και άλλες λειτουργίες που έχουν θετικό πρόσημο. Για παράδειγμα, η ονειροπόληση αντί της διεκπεραίωσης μιας εργασίας μπορεί να μου υπενθυμίζει μια ανάγκη μου. Ίσως εκείνη την ώρα να χρειάζομαι να κάνω όνειρα ή να οραματιστώ κάτι ή ακόμα και να αφήσω τη φαντασία μου ελεύθερη να φτιάξει το δικό της περιεχόμενο. Αν επιτρέψω αυτή την ανάγκη, μπορεί να ρυθμιστώ και να επιστρέψω στη διεκπεραίωση της εργασίας πιο γεμάτος/η.
Ή η αναβολή ενός ραντεβού, μπορεί να σχετίζεται με την επιλογή να μείνω μόνος/η για εκείνο το βράδυ, για να αποφορτιστώ από μια δύσκολη μέρα. Και σε αυτή την περίοδο εκφράζεται μια ανάγκη. Ή η ακύρωση ενός στόχου ενδεχομένως να συνδέεται με τον επαναπροσδιορισμό των αξιών. Οπότε αν δεν βρίσκω νόημα πια σε κάτι που είχα σχεδιάσει, μπορώ και να το ακυρώσω.
Ωστόσο η σύνδεση με τις ανάγκες μας και τις αξίες μας δεν είναι σαφής τακτική ούτε είναι μια διεργασία μαθημένη από όλους. Πολλοί νιώθουν εγωιστές όταν ασχολούνται με τις ανάγκες τους ή έχουν μάθει να λειτουργούν με τα “πρέπει” και συνεπώς καθετί που ορίζουν ως αναβλητικότητα από τη μεριά τους, να τους οδηγεί στο να κατηγορούν τον εαυτό τους.
Χρειάζεται λοιπόν να κάνουμε μπόλικες παύσεις να παρατηρούμε, να περιγράφουμε και να αφουγκραζόμαστε εμάς τους ίδιους, προτού βάλουμε την ταμπέλα της αναβλητικότητας στις πράξεις μας. Ίσως αυτές οι παύσεις μας κάνουν να καταλάβουμε καλύτερα τι μας είναι σημαντικό και τι χρειαζόμαστε.
Αυτή η επίγνωση δημιουργεί ένα ιδιαίτερο κίνητρο, ωθεί σε ένα δρόμο απελευθέρωσης. Ακόμα και αν διακατέχομαι από διάφορους φόβους, η σύνδεση με τις ανάγκες μου μπορεί να μου προσφέρει εκτός από κίνητρο και μια δόση ψυχολογικής ευελιξίας.
Έτσι λοιπόν όντας ευέλικτη δεν χρειάζεται να βηματίζω συνέχεια στον ίδιο ρυθμό. Επιτρέπω μια στάση, επιτρέπω να καθυστερήσω στον επόμενο προορισμό μου, προκειμένου να βγάλω μια φωτογραφία με τα πεσμένα φύλλα, να πάρω μια ανάσα. Και αφού έχω ικανοποιήσει αυτή την ανάγκη σύνδεσης με τη φύση, μετά μπορώ να συνεχίσω. Ίσως να τρέξω, ίσως να περπατήσω, ίσως πάλι να αναβάλλω τη ροή, αν κάτι άλλο ενδεχομένως να μου είναι σημαντικό στην πορεία.